αναδιαίρεση

αναδιαίρεση
η
η εκ νέου διαίρεση, ανακατανομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιαιρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναδιαιρώ — ( έω) διαιρώ εκ νέου, ξαναδιαιρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διαιρώ. ΠΑΡ. αναδιαίρεση. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά Καραλίβανο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”